- ωσμογράφος
- ο , ωσμόμετρο[ν] τό и ωσμοσκόπιο[ν] το физ. осмометр
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ωσμογράφος — και ωσμωγράφος και εσφ. τ. οσμογράφος, ο, Ν όργανο για την μέτρηση τής ώσμωσης, ωσμομετρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὠσμός / ώσμωση + γράφος*] … Dictionary of Greek
οσμογράφος — ο (δ. γρφ.) βλ. ωσμογράφος … Dictionary of Greek
ωσμωγράφος — ο, Ν βλ. ωσμογράφος … Dictionary of Greek